διατρίβω
English (LSJ)
[ρῑ], pf.
A -τέτρῐφα Plb.4.57.3:—Pass., aor. 2 διετρίβην [ῐ] (v. infr.):—rub hard, χερσὶ διατρίψας Il.11.847: more freq., wear away, consume, πάντα διατρίβουσιν Ἁχαιοί Od.2.265; χρήματα Thgn. 921; τὰ τῶν Πελοποννησίων Th.8.87; εἰς αἰτίας ἀλόγους δ. τὸ θεῖον to fritter away Providence into unreasoning causes, Plu.Nic.23:— Pass., κάκιστα διατριβῆναι perish utterly, Hdt.7.120 (v.l. ἐκ-), cf. Th. 8.78. II spend, of Time, θερείην Hdt.1.189; freq. χρόνον δ. Lys. 3.11; παρά τινι Hdt.1.24, etc.; δ. τινὰς ἡμέρας X.HG6.5.49; ἓξ ἔτη Isoc.4.141 (later c. gen., ἐτῶν οὐκ ὀλίγων ἐν Ῥώμῃ δ. Hdn.3.10.2):— Pass., ἐνιαυτὸς διετρίβη Th.1.125. 2 abs. (without χρόνον), waste time, οὐ μὴ διατρίψεις . .; make no more delay, Ar.Ra.462; δ. ἐν γυμνασίοις pass all one's time there, Id.Nu.1002; ἐν ἄστει Antipho 1.14; ἐν ἀγρῷ Philem.71.6; αὐτοῦ, ἔνδον, Pl.Prt.311a; δ. μετ' ἀλλήλων go on talking, Id.Phd.59d, etc.: hence, busy, employ oneself, ἐν ζητήσει Id.Ap.29c; ἐν φιλοσοφίᾳ Id.Tht.173c; ἐπί τινι Id.Euthd.305a, Isoc.3.19, D.2.16; ἀμφί τι X.Eq.2.1; περί τι Pl.Phd.90c, Isoc.1.4; πρὸς ἱππικῇ Pl.Prm.126c; πρὸς τοῖς ἔργοις Arist.Pol.1309a8; πρὸς φιλοσοφίᾳ (prob. l. for -ίαν) Pl.R.540b: c. part., δ. μελετῶσαι X.Cyr.1.2.12. b abs., lose time, delay, Il.19.150, Hp.VC19, Ar.Eq.515, etc.; λέγε καὶ μὴ διάτριβε Pl.R.472b; διατέτρῐφα I have let the time slip by .., Id.Tht.143a: c. part., καθ' ἕκαστα λέγων δ. to waste time in speaking, Isoc.3.35, cf. D.1.9. 3 reside, PHal.1.182 (iii B.C.), PStrassb. 22.6 (ii A.D.), etc. III put off by delay, thwart, hinder, μή τι διατρίβειν ἐμὸν χόλον Il.4.42; οὔ τι διατρίβω μητρὸς γάμον Od.20.341; τἄριστον Ar.Fr.503: c. dupl. acc. pers. et rei, ὄφρα κεν ἥ γε διατρίβῃσιν Ἀχαιοὺς ὃν γάμον put them off in the matter of her wedding, Od. 2.204: c. gen. rei, μὴ δηθὰ διατρίβωμεν ὁδοῖο let us not lose time on the way, ib.404:—Med., μή τι διατριβώμεθα πείρης A.R.2.883.
German (Pape)
[Seite 608] zerreiben; ῥίζαν χερσί Il. 11, 847; τὴν γῆν τοῖν χεροῖν Polyaen. 4, 3, 5; θύραν, zerbrechen, Ar. Ran. 462; dah. = aufreiben, verzehren; χρήματα Theogn. 921; κάκιστα διατριβῆναι Her. 7, 120; vgl. Thuc. 8, 78; bes. χρόνον, z. B. πολλὸν παρά τινι, Zeit bei etwas hinbringen, verbringen, Her. 1, 24; συχνὸν χρόνον διατρίψας Plat. Phaed. 117 a, u. öfter; ἐν ταῖς ὁδοῖς πολὺν χρόνον δ. Xen. Mem. 2, 1, 15; ἡμέρας τινάς Hell. 6, 5, 39; ἓξ ἔτη διατέτριφε Isocr. 4, 141; ἐνιαυτὸς οὐ διετρίβη Thuc. 1, 125; χρόνος διατριφθεὶς περὶ τὸν λόγον Isocr. 4, 14; dah., mit Auslassung von χρόνον od. ähnlichen Wörtern, = verweilen; – a) zögern; Il. 19, 150; Ar. Vesp. 849; Thuc. 7, 43; Xen. Cyr. 3, 3, 25; sich aufhalten, παρά τινι, Her. 1, 24 u. Folgde. Bes. – b) bei etwas, die Zeit mit etwas hinbringen, sich damit beschäftigen; ἐν γυμνασίοις Ar. Nubb. 1002; ἐν τῇ ζητήσει Plat. Apol. 29 c; ἐν Ὁμήρῳ Ion 530 b; u. so oft Folgde; auch περί τι, z. B. περὶ τοὺς λόγους Plat. Phaed. 90 b, wie Alexis Ath. XII, 544 e; περὶ ποίησιν καὶ φιλοσοφίαν διατετριφότες Aesch. 3, 108, u. A.; πρὸς τοῖς ἔργοις Arist. Pol. 5, 8; vgl. Epicrat. Ath. II, 50 c (v. 3) u. Plut. Marcell. 21; Luc. merc. cond. 8; ἐπὶ τοῖς ἔργοις Dem. 2, 16. u. A.; – μετά τινος, sich unterreden mit, Plat. Apol. 33 b; Phaed. 59 d; auch διατριβὴν διατρίβειν, Legg. VII, 820 c; s. διατριβή; – c. partic., διατρίβουσι μελετῶσαι, sie bringen ihre Zeit mit Uebungen hin, Xen. Cyr. 1, 2, 18; ἵνα μὴ καθ' ἕκαστα λέγων διατρίβω, um mich nicht mit Auseinandersetzung des Einzelnen aufzuhalten, Dem. 1, 9. – c) mit einem neuen acc., hinhalten, verzögern; Od. 2, 265; aufschieben, χόλον, γάμον, Il. 4, 42 Od. 20, 341; auch Ἀχαιοὺς γάμον, sie hält die Achäer mit der Hochzeit hin, 2, 204; ἄριστον, Ar. bei Ath. IV, 171 b; τοὺς πρέσβεις Plut. Her. malign. 41; – μὴ διατρίβωμεν ὁδοῖο, laßt uns mit der Reise nicht zögern, Od. 2, 404. So auch med., μή τι διατριβώμεθα πείρης Ap. Rh. 2, 883.