θοίνη
Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστὶν· ἔχει δ' ἀγαθὰς δύο ὥρας, τὴν μίαν ἐν θαλάμῳ, τὴν μίαν ἐν θανάτῳ → Every woman is an annoyance. She has two good times: one in the bedroom, one in death.
English (LSJ)
Dor. θοίνα (later θοῖνα LXX Wi.12.6, perh. to be read in Epich.148.1), ἡ,
A meal, feast, Hes.Sc.114, Hdt.1.119, 9.82, A.Fr.350.7, etc.: in pl., Id.Pr.530 (lyr.), B.Fr.18; τὰς θ. κὰτ τὰν ὥραν ἀπάγεσθαι Michel995D50; θοίνῃς δὲ καὶ εἰλαπίνῃσι Thgn. 239; ἐκ θοίνας after dinner, Epich.148.2; εἰς θ. καλεῖν τινα E.Ion 1140; ἐπὶ θοίνην ἰέναι Pl.Phdr.247a; παρακαλεῖν ἐπὶ τὴν θ. Arist.Fr. 549; σκευαζομένης θ. Pl.Tht.178d, cf. Arist.Pol.1282a22; τραπέζας ἱερὰς πρεπούσης θ. γεμίζων OGI383.146 (Commagene, i B.C.); ἐν θ. λέγειν τινά to count as a guest, and generally to take into account, Pl.Lg.649a: metaph., Id.Sph.251b, Phdr.236e, X.Cyr.4.2.39. II food, πτανοῖς E.Ion 504, cf. Tim.Pers.150; θ. παντοδαπή Parth.12.2. 2 feeding upon, c. gen., τῶν σαρκῶν Porph.Abst.2.47. (Cf. θῶσθαι.)
German (Pape)
[Seite 1213] ἡ, auch θοῖνα (verwandt mit θάω, θήσασθαι, vgl. auch coena, bei Ath. II, 40 c ὅτι διὰ θεοὺς οἰνοῦσθαι δεῖν ὑπελάμβανον), der Schmaus, das Gastmahl; Hes. Sc. 114; αὐτὸς ἐν θοίνῃ παρών Aesch. frg. 264; ὁσίαις θοίναις βουφόνοις, vom Opferschmause, Prom. 528; πάντα Δελφῶν λαὸν εἰς θοίνην καλῶν Eur. Ion 1140; in Prosa, ὅταν πρὸς δαῖτα καὶ ἐπὶ θοίνην ἴωσιν Plat. Phaedr. 247 b; ἄκλητον ἐλθόντα ἐπὶ τὴν θοίνην Conv. 174 c; Epicharm. bei Ath. II, 36 d ἐκ μὲν θυσίας θοίνη, ἐκ δὲ θοίνης πόσις ἐγένετο; Sp. Auch = Speise für Menschen u. Thiere, βρέφος πτανοῖς ἐξώρισεν θοίναν Eur. Ion 514; τράπεζαν παντοδαπῆς θοίνης πλήσασα Parthen. 12. Uebertr., ὅθεν τοῖς νέοις θοίνην παρεσκευάκαμεν Plat. Soph. 251 b; Xen. Cyr. 4, 2, 39.