μονόω
Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art
English (LSJ)
Ep. and Ion. μουνόω, Od. 16.117, Hdt. (v. infr.); but μον- in Il.11.470: (μόνος):—
A make single or solitary, ἡμετέρην γενεὴν μούνωσε Κρονίων made our race single, i. e. allowed but one son in each generation, Od.16.117; μ. τὸν Φίλιππον leave him isolated, Plb.5.16.10; get alone, τινὰ ἐν σπήλυγγι AP9.451; strip of predicates, make unique, [θεόν] Plot.6.8.15. II more freq. in Pass., to be left alone, forsaken, ἐνὶ Τρώεσσι μονωθείς Il. l. c.; μουνωθέντα παρ' οἴεσιν ἢ παρὰ βουσίν Od.15.386; ἐμουνοῦντο they were left each man by himself, Hdt. 8.123; μουνωθέντα taken apart, without witnesses (v. l. for μουνόθεν), Id.1.116; γυνὴ μονωθεῖσ' οὐδέν A.Supp.749; of animals when hunted, X.Cyn.9.9; when left solitary, Arist.HA578b33; of the soul, to be separated from the body, Diog.Oen.36; of things, to be taken alone, Arist.EN1096b17; to be isolated in thought, Dam.Pr.195. 2 c. gen. pers., μεμουνωμένοι συμμάχων deserted by allies, Hdt.1.102, cf. 6.15, 7.139; μονωθεὶς δάμαρτος, σοῦ μονούμενος, E.Alc.296, 380; δεσποτῶν μονούμενος Id.Rh.871; μονωθεῖσ' ἀπὸ πατρός Id.IA669; μονωθεὶς μετ' ὀλίγων Th.6.101: abs., μεμονωμένων εἰ κρατήσειαν Id.2.81, cf. 5.40,58. b. c. gen. rei, μεμονωμένοι τῆς τῶν ἱππέων βοηθείας bereft of... D.S.19.43; μονούμενος τῶν ἀγαθῶν separated from... Pl.Lg. 710b; μονωθεῖσαι φρονήσεως without... Id.Ti.46e; μονωθεὶς ἐκ τῆς εἱρκτῆς, i. e. set free from... Id.Ax.370d.
German (Pape)
[Seite 206] ion. u. ep. μουνόω, v ereinze ln, machen, daß Etwas einzeln oder einsam ist; ὧδε γὰρ ἡμετέρην γενεὴν μούνωσε Κρονίων, Od. 16, 117. er machte das Geschlecht einzeln, daß immer nur ein Sohn da war, vgl. die folgdn Verse; häufiger im pass., δείδω μή τι πάθῃσιν ἐνὶ Τρώεσσι μονωθείς, Il. 11, 470, allein gelassen od. verlassen, vgl. Od. 15, 386; γυνὴ μονωθεῖσ' οὐδέν, Aesch. Suppl. 730; δεσποτῶν μονοὐμενος, Eur. Rhes. 871; μονωθεὶς σῆς δάμαρτος, Alc. 297, beraubt; auch μονωθεῖσ' ἀπὸ πατρὸς καὶ μητέρος, I. A. 669. – In Prosa; μεμουνωμένοι συμμάχων, Her. 1, 102. 6, 15, öfter; μεμονῶσθαι, Thuc. 4, 126; μονωθεὶς μετ' ὀλίγων, 6, 101; ὅταν πυρὸς ἀποχωρισθὲν ἀέρος τε μονωθῇ, Plat. Tim. 59 e, vgl. 46 e, öfter; Xen. u. Folgde; αὔταρκες, ὃ μονοὺμενον, allein, für sich, αἱρετὸν ποιεῖ τὸν βίον, Arist. Eth. 1, 7; dem μεθ' ἑτέρου entgeggstzt, 10, 23; μεμονωμένοις πάσης βοηθείας, von aller Hülfe entblößt, D. Sic. 19, 39; auch absol. μεμονωμένοι, Plut. Them. 9; μονώσαντες τὸν Φίλιππον, nachdem sie ihn von allen Bundesgenossen entblößt hatten. Pol. 5, 16, 10.