διατηρέω
Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist
English (LSJ)
Boeot. δια-τᾱρέω Supp.Epigr.1.132.8 (ii B. C.), but Dor. δια-τηρέω SIG541A4:—
A watch closely, observe, Pl.Lg.836d (v.l.), Arist. HA612b28; δ. μή τι πάθωσι D.9.20. 2 maintain, τὴν ἐλευθερίαν Decr. ap. D.18.184; τὴν τάξιν Decr.ib.37; τὸ πρέπον Arist.EN1178a13; τὰ τοῦ βίου δίκαια Men.637; τὴν πόλιν καὶ τὴν ἑαυτῶν πίστιν Plb.1.7.7; τὴν εὔνοιαν IG12(7).506; τὴν ἀφθαρσίαν Phld.D.3Fr.19, etc.:—Med., -εῖται τὸν καιρόν observes, ib.Fr.77:—Pass., ὅταν διατηρηθῶσιν οἱ νόμοι τῇ πόλει Aeschin.3.6; ἀλειτούργητος -τηρείσθω ἡ θεία φύσις Epicur.Ep.2p.42U. 3 with predicates, βοῦς ἐννέα ἔτη δ. ἀνοχεύτους Arist.HA595b18; ἀβλαβές δ. Plb.7.8.7; ἀφλυκταίνωτα δ. τὰ μέρη Dsc.5.156; δ. τὸν πόλεμον Plu.Dio33. 4 δ. ἑαυτὸν ἔκ τινος keep oneself from... Act.Ap.15.29.
German (Pape)
[Seite 606] 1) bewahren, erhalten; τὴν τάξιν Dem. 18, 37; νόμους Aesch. 3, 6; τῇ πατρίδι τὴν εἰρήνην Pol. 7, 8, 4, u. öfter; auch πόλεμον, fortsetzen, Plut. Dion. 33. – 2) genau auf etwas achten, μή τι πάθωσι Dem. 9, 20; beachten, τί, Plat. Legg. VIII, 836 c.