κεραμεύω
Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.
English (LSJ)
A to be a potter, Phryn.Com.15, Pl.R.467a, etc. 2 c. acc., κ. κανθάρους make earthenware cups, Epig.4; τὰ τρύβλια κακῶς κ., τὴν δὲ πόλιν εὖ καὶ καλῶς he tinkers the state, of the demagogue Cephalos, whose father was a potter, Ar.Ec.253; κ. τὸν κεραμέα make a pot of the potter, Pl.Euthd.301d; τὸ Νέστορος ποτήριον πολλοὶ -εύουσι, i.e. discuss its manufacture, Ath.11.781d:—Med., ἐκεραμεύσαντο . . ποτήρια they had them made, Pherecr.143:—Pass., χύτρα κεκεραμευμένη ὑπὸ ἀγαθοῦ κεραμέως Pl.Hp.Ma.288d, cf. Nicostr.Com.10.
German (Pape)
[Seite 1420] Töpfer sein, Töpferarbeit machen, Plat. Euthyd . 301 c u. öfter; auch pass., εἰ ἡ χύτρα κεκεραμευμένη εἴη ὑπ' ἀγαθοῦ κεραμέως Hipp. mai. 288 d, wie Ar. bei Ath. XI, 478 d. Uebertr. sagt Ar. Eccl. 252 τὰ τρύβλια κακῶς κεραμεύειν, τὴν δὲ πόλιν εὖ καὶ καλῶς, von dem Demagogen Kephalos, dem Sohne eines Töpfers, er töpfert den Staat gut zusammen.