συνείρω

From LSJ
Revision as of 19:43, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_6b)

Λόγοις ἀμείβου τὸν λόγοις πείθοντά σε → Verbis repone verba suasori tuo → Mit Worten gib dem Antwort, der mit Worten rät

Menander, Monostichoi, 311
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνείρω Medium diacritics: συνείρω Low diacritics: συνείρω Capitals: ΣΥΝΕΙΡΩ
Transliteration A: syneírō Transliteration B: syneirō Transliteration C: syneiro Beta Code: sunei/rw

English (LSJ)

Aeol. aor. part. fem. συνέρραις (α) dub. in Sapph.78:—

   A string together, Ar.Av.1079; ᾠδαῖς τε καὶ ὀρχήσεσιν ἀλλήλοις Pl.Lg. 654a; σ. [ὀνόματα] connect them with their roots, Id.Cra.425b; σ. ἐπανελθόντες ἐπὶ τὴν ἀρχὴν μέχρι τῆς τελευτῆς τὸν λόγον trace its connexion, Id.Plt.267a; σ. [τοὺς κύνας] ἀπό τινος lead them on connectedly from a point, X.Cyn.6.21; σ. στεφάνους Aristid.1.143J.; ὄρπακας ἀνήτοιο (-τω codd.) Sapph. l.c.:—Pass., συνείρεται τὸ ἐφεξῆς is closely connected, follows of itself, Arist.GA741b9, cf. GC336b33; συνειρομένη πραγματεία a connected system, Id.Metaph.986a7.    II in speaking, freq. in a disparaging sense, σ. λόγους ἀπνευστεί D.18.308; συνείρουσι μὲν τοὺς λόγους, ἴσασι δ' οὔπω Arist.EN1147a21, cf.Phld.Rh.1.247 S.; ὑπὸ τὴν ἀναπνοὴν ἑπτὰ καὶ πέντε στίχους σ., in a breath, Plb.10. 47.9; σ. λήρους Luc.Tim.9, cf. Nigr.8, Bacch.7; also simply of a continuous speech, σ. καθ' ἓν ἕκαστον Isoc.15.184; σ. τὰς ἑξῆς πράξεις D.S.16.76; τὴν κατηγορίαν Luc.Pisc.22; τὸ γνῶθι σαυτὸν πολλάκις Id.DMort.2.2.    2 seemingly intr. (sc. λόγους), discourse, περὶ τῆς κλοπῆς Id.Prom.5; connect one's reasoning, continue the subject, Arist.Top.158a37, Metaph.995a10, 1093b27; σ. εἰς τὸ πρόσω Id.Div. Somn.464b4; ἀπὸ τῶν εἰρημένων Id.GA716a4: and then, more generally, continue, c. part., συνεῖρον ἀπιόντες, i.e. they went off without pausing, X.Cyr.7.5.6; σ. κινούμενος continue moving, Arist.Ph.262a16, cf. Diocl.Fr.142: abs., to be continuous or connected, Arist.SE 175a30, Mete.362b29, GC318a13, al., Epicur.Ep.3p.64U.

German (Pape)

[Seite 1011] (s. εἴρω), zusammenknüpfen, anreihen; τοὺς σπίνους, Ar. Av. 1079; κύνας, Xen. Cyn. 6, 21; ᾠδαῖς τε καὶ ὀρχήσεσιν ἀλλήλους ξυνείροντας, Plat. Legg. II, 654 a; Folgende; ἀτάκτως συνείρων, Luc. Nigr. 8; συνείρωμεν τὸν λόγον, Plat. Polit. 267 a; auch ohne λόγον, eine zusammenhangende Rede halten, vgl. λόγους τούτους συνείρει σαφῶς καὶ ἀπνευστί, Dem. 18, 308; ἀτάκτως συνείρων, Luc. Nigr. 8, vgl. Somn. 8; auch zusammenhangend lesen, Pol. 10, 47, 9; mit u. ohne ὁδόν, zusammengehen; συνεῖρον ἀπιόντες, Xen. Cyn. 7, 5, 6; – ἀρχὰς ὑποτίθεσθαι, αἳ ἐπιπολὺ δύνανται συνείρειν, Arist. gen. anim. 2, 1, vielumfassende Principien.