ποταμός
Γονεῖς δὲ τίμα καὶ φίλους εὐεργέτει → Reverens parentum sis, amicis beneficus → Die Eltern ehre, deinen Freunden tue wohl
English (LSJ)
ὁ,
A river, stream, Ὠκεανοῖο ἐξ οὗ περ πάντες π. Il.21.196; π. ἁλιμυρήεις, ἀργυροδίνης, βαθυδίνης, βαθύρροος, δεινός, διιπετής, δινήεις, ἐΰρροος, ἐρίδουπος, εὐρὺ ῥέων, θεῖος, ἱερός, ἴφθιμος, καλλίροος, κελάδων, λάβρος, πλήθων, χειμάρροος, ὠκύροος, Od.5.460, Il.21.8, 212, 8, 25, 17.263, Od.11.242, Il.21.130, Od.10.515 (pl.), Il.21.304, Od.11.238, 10.351 (pl.), Il.17.749 (pl.), Od.5.441, Il.18.576, 21.270, 5.87, 87, 598; νυκτὸς π., of the rivers of hell, Pi.Fr.130.9: prov., ἄνω ποταμῶν, of extraordinary events, A.Fr.335, etc. (in full, ἄνω π. ἱερῶν χωροῦσι παγαί E.Med.410 (lyr.)); π. οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ Heraclit. 91; π. θαλάσσῃ ἐρίζεις, of unequal combats, Suid., etc. 2 metaph., rivers of fire or lava, Pi.P.1.22, A.Pr.370: Com., ζωμοῦ π. κρέα θερμὰ κυλίνδων Telecl.1.8, cf. Pherecr.108.3; also π. πραγμάτων Porph. Marc.5. 3 artificial stream, canal, Str.16.1.10, Arr.An.7.21.1; οἱ ὀρυχθέντες π. OGI54.23 (Adule, iii B. C.). II personified, rivergod, Il.20.7, 73, etc. III name of the constellation Eridanus, Eudox. ap. Hipparch.1.2.20, Arat.358, etc.
German (Pape)
[Seite 688] ὁ (πίνω, πέπομαι, ποτός, eigtl. trinkbar, süßes Wasser, im Ggstz des salzigen Meerwassers), der Fluß, Strom; Hom. u. Folgde überall; bei Hom. heißen sie διϊπετής, καλλίροος, δινήεις u. ä.; er nennt auch den Okeanos so, als den die Erdscheibe umgebenden Fluß; ἐν θαλάσσᾳ καὶ ποταμοῖς, Pind. P. 9, 47; Tragg., Ar., u. in Prosa; neben θάλαττα, Plat. Tim. 22 d, u. κρήνη, Legg. VI, 761 b; auch πυρός, Phaed. 111 d; Folgde überall. Nach Eur. Med. 411 ist ἄνω ποταμῶν χωροῦσι παγαί sprichwörtlich geworden, Zen. 2, 56, ἐπὶ τῶν ὑπεναντίως λεγομένων ἢ γινομένων; vgl. Dem. 19, 287; auch ἄνω γὰρ ποταμῶν τοῦτό γε, Luc. D. Mort. 6, 2.