συγγένεια
Ἱερὸν ἀληθῶς ἐστιν ἡ συμβουλία → Consilia dare, res prorsus et vere sacra est → Ein Heiligtum ist in der Tat ein guter Rat
English (LSJ)
ἡ,
A kinship, E.IA 492, Th.3.65, etc.; πρὸς συγγενείας καὶ κηδεστίας X.HG2.4.21; ἡ πρώτη σ. primary kinship, Epicur. Sent.V at.61: c. gen., kin, relationship, with or to another, ἡ τοῦ θεοῦ σ. Pl.Prt.322a; διὰ τὴν τοῦ Ἡρακλέους σ. Id.Ly.205c: c. dat., κατὰ τὴν αὑτῶν ἑκατέροις σ. with either of them, Id.Plt.307d; σ. ἔχειν τινί ib. 257d; ἡ πρὸς τοὺς παῖδας σ. Isoc.6.18; ἡ πρὸς ἀλλήλους σ. Id.4.43, etc.: not properly applied to the relation of parents and children (v. συγγενής 11.1 b), γένος γάρ, ἀλλ' οὐχὶ συγγένεια, τοῦτ' ἔστιν Is.8.33 (but cf. D.S. 13.20). 2 ties of kindred, family connexion, family influence, Pl.R.491c, Smp. 178c; of the relation between Athens and Thebes, Decr. ap. D.18.186. 3 metaph., κατὰ σ. τῆς μορφῆς Arist.HA539a22; ἡ πρὸς τὸ . . ἱερὸν πῦρ σ. [παντὸς πυρός] Plu.2.702f; ὤτων καὶ γλώττης Luc.Herc.5; of metals, Zos.Alch. p.197B. 4 congenital character of disease, Hp.Mul.2.125. II kinsfolk, family, E.Or.733 (troch.), Men.923.1; of a single kinsman, E.Or.1233: collectively, kinsfolk, kinsmen, Id.Tr.754; ἡ Περικλέους ὅλη οἰκία ἢ ἄλλη σ. Pl.Grg.472b, cf. Lg.627c, Ev.Luc. 1.61: pl., families, D.25.87; ἡ σ. ἡ Ἀγανιτέων clan, BCH46.397 (Mylasa), cf. Michel 476.9 (Olymus). 2 of animals, kind, species, παρὰ τὰς σ. συνδυάζεσθαι Arist.HA566a26: generally, kind, class, Id.APo.76a9, Chrysipp.Stoic.2.39.
German (Pape)
[Seite 961] ἡ, Gleichhen des Geschlechts u. der Abkunft, Verwandtschaft; φίλτατε συγγενείας, Eur. Or. 731, πικρά, I. A. 510; Thuc. 3, 65; auch von dem Verhältniß der Vslanzstadt zur Mutterstadt, Wolf Dem. Lpt. p. 328, die Familie, wie unser Verwandtschaft in. concretem Sinne, ἡ Περικλέους όλη οἰκία ἢ ἄλλη συγγένεια, Plat. Gorg. 472 b; ἀπὸ τῆς Σόλωνος συγγενείας, Charm. 155 a, u. öfter; so kann auch Conv. 178 c οὔτε ξυγγένεια οὔτε τιμαί genommen werden, wo man es = εὐγένεια erkl. u. Wyttenb. so ändern wollte; vgl. ὡςπερ αἱ συγγένειαι τὰς ίδίας οἰκοῦσιν οἰκίας, οὕτω καὶ τὲν πόλιν οἰκεῖτε δημοσίᾳ, Dem. 25, 87, wo das Folgde zu vergleichen; Sp., wie Pol. 15, 30, 7. – Bei D. Sic. 13, 20 heißen συγγένειαι die beiden Söhne. Val. 13, 28.