σήπω
Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht
English (LSJ)
A.Ch.995, Pl.Ti.84d, etc.: fut.
A σήψω A.Fr.275: aor. ἔσηψα (δι-) Ael.NA9.62:—make rotten or putrid, A.Fr.l.c.; of a serpent's poison, A.Ch.l.c.; of the sting of the σήψ, Ael.NA16.40. b soak hides, δέρματα σ. Supp.Epigr.3.18 (Athens, v B.C.). 2 metaph., corrupt, waste, αἱ ἡσυχίαι σήπουσι καὶ ἀπολλύασι Pl.Tht.153c; σ. τὰ τῆς πόλεως πράγματα D.H.11.37. II mostly in Pass. (pf. σέσηπα being used in pass. sense, Il.2.135, E.El.319, (κατα-) Ar. Pl.1035, (ἀπο-) X.An.4.5.12), fut. σᾰπήσομαι Gal.7.397, (κατα-) Pl. Phd.86b, (ἀπο-) Hp.Prorrh.2.1: aor. ἐσάπην [ᾰ] Hes.Sc.152, Hdt.2.41, 3.66, Pl.Phd.80d; σαπήῃ (κατα-), Ep. subj. for σαπῇ, Il.19.27: pf. σέσημμαι prob. in POxy.1449.51 (iii A.D.):—rot, moulder, of dead bodies, χρὼς σήπεται Il.24.414, cf. 19.27, Hdt.2.41; περὶ ῥινοῖο σαπείσης Hes.Sc.152; of wood, δοῦρα σέσηπε Il.2.135; τριήρης ὑπὸ τερηδόνων σαπεῖσα Ar.Eq.1308. 2 of live flesh, mortify, ὁ μηρὸς ἐσάπη Hdt.3.66; σφακελίσαντος τοῦ μηροῦ καὶ σαπέντος Id.6.136, cf. Pl.Phd.80d; αἷμα σέσηπεν E.El.319; promote coction or formation of 'laudable' pus, in Act., Hp.Morb.1.6,28. 3 of water, Id.Aër.8; οἶνος . . σαπὲν ἐν ξύλῳ ὕδωρ Emp.81. 4 of the food rejected after digestion, Arist.Mete.381b12, al.; cf. σηπτός, σῆψις 11. 5 metaph., σ. ὑπὸ τῆς ἡδονῆς Men. 23; ὁ πλοῦτος ὑμῶν σέσηπε Ep.Jac.5.2.
German (Pape)
[Seite 875] faulmachen, in Fäulniß bringen, durch Fäulniß zu Grunde richten; ἄκανθα ποντίου βοσκήματος σήψει παλαιὸν δέρμα, Aesch. frg. 257; ἔχιδν' ἔφυ σήπειν θιγοῦσ' ἂν ἄλλον, Ch. 995; u. in Prosa: Plat. Tim. 84 d; καὶ ἀπολλύναι, Theaet. 153 c; auch = gähren machen, in Gährung bringen. – Gew. im pass. σήπομαι, mit aor. II. ἐσάπην, conj. σαπήῃ, Il. 19, 27, σαπείς, u. perf. II. σέσηπα, verfaulen, verwesen, faul sein; χρὼς σήπεται, 24, 414; χρόα πάντα σαπήῃ, 19, 27; περὶ ῥινοῖο σαπείσης, Hes. Sc. 152; δοῦρα σέσηπε, Il. 2, 135; ὁ μηρὸς ἐσάπη, τοῦ μηροῦ σαπέντος, Her. 3, 66. 6, 136; Plat. Phaed. 80 d 87 e; αἷμα πατρὸς μέλαν σέσηπεν, Eur. El. 319; σεσηπυῖα τροφή, Ggstz von νεαρά, S. Emp. pyrrh. 1, 56; σεσηπὼς τὸ σκέλος, Luc. Philops. 11; Philopatr. 20 σεσημμένον γερόντιον, welche Form auch Arist. H. A. 9, 1 hat. – Auch = gähren, in Gährung gerathen, κριθῆς ἐν ὕδατι σαπείσης, D. Hal. epit. 13, 16.