μειόω
ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες → the eyes are more accurate witnesses than the ears, the eyes are more exact witnesses than the ears
English (LSJ)
(μείων)
A lessen, diminish, opp. αὔξω, Phld.Oec.p.21 J. (Pass.); μ. τὸ χωρίον Plb.9.20.3; μ. τὸν ὁπλισμὸν τοῖς θώραξιν diminish the armour by the breast-pieces, D.H.4.16; μειούμενον φόρον PFay.26.15 (ii A. D.); moderate, τὴν ἄγαν κάθαρσιν X.Eq.5.9. 2 lessen in honour, degrade, τοὺς φίλους Id.HG3.4.9; τὴν ἐξ Ἀρείου πάγου βουλήν D.S.11.77. 3 lessen by word, disparage, τὰ τῶν πολεμίων X. Cyr.6.3.17, cf.Hier.2.17; αὔξειν καὶ μειοῦν Arist.Rh.1403a17. 4 shorten a syllable, D.H.Comp.11: generally, λέξεων κατὰ ποσότητα μεμειωμένων Hdn.Gr.2.909. II Pass., become smaller, decrease, in size, etc., σπλὴν ἐμειοῦτο Hp.Epid.1.26.γ, cf. Pl.Cra.409c; δελήνη μειουμένη Arist.Mu.399a7, cf. Ph.2.153, al. 2 become worse or weaker, μ. τὴν διάνοιαν X.Mem.4.8.1: c. gen., fall short of, τῶν . . μεγάλα θυόντων ib.1.3.3; τῆς τοῦ σώματος ἰσχύος Id.Cyr.7.5.65.
German (Pape)
[Seite 116] kleiner machen, verringern, verkleinern, μηδὲν μείου τοῦ ἀληθοῦς τὰ τῶν πολεμίων, Xen. Cyr. 6, 3, 17, stelle es nicht geringer dar; τὸ γεγενημένον, im Ggstz von μεγαλύνομαι, Hier. 2, 171 Ggstz von αὔξω, Pol. 9, 20, 3; D. Hal. 4, 16; häufiger im pass. weniger, auch geringer, schlechter werden, abnehmen, Plat. Crat. 409 c; Xen. Mem. 2, 7, 9; πάντες τὴν διάνοιαν μειοῦνται, 4, 8, 1; οἱ οἶκοι μειοῦνται, Oec. 2, 15; τινός, nachstehen, Cyr. 7, 5, 65; Luc. merc. cond. 27.