μητίομαι
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
(μῆτις) Pi.P.2.92 (s.v.l.): fut. -ίσομαι: aor. ἐμητισάμην: —
A = μητιάω 11, devise, contrive, μητίσομαι ἔχθεα λυγρά Il.3.416; τοσσάδε μέρμερ' ἐπ' ἤματι μητίσασθαι 10.48; μέγα ἔργον ἐμητίσαντο Od.12.373; οἱ θάνατον μητίσομαι Il.15.349; σχέτλι' ἔργα βορᾶς μητίσασθαι Emp.139; πρώτιστον Ἔρωτα θεῶν μητίσατο Parm.13; φράζεο . . ὥς κεν ἐγὼ μητίσομ' ἀρωγήν A.R.3.1026: c. dupl.acc., ὃν ἂν κακὰ μητισαίμην Od.18.27. [ῑ in fut. and aor., and late Act. μήτῑον Orph.A. 1333; ῐ in μητίομαι Pi.l.c.]
German (Pape)
[Seite 179] = μητιάω, erdenken, ersinnen; φροντίδι μητίονται τυχεῖν, Pind. P. 2, 92; Hom. nur fut. u. aor., μητίσομαι, μητίσασθαι (vor Wolf falsch μητίσσομαι, μητίσσασθαι); αὐτοῦ οἱ θάνατον μητίσομαι, ich will ihm den Tod ersinnen, bereiten, Il. 15, 349; ὃν ἂν κακὰ μητισαίμην, gegen den ich Uebles ersinnen möchte, 18, 27; ἕταροι μέγα ἔργον ἐμητίσαντο, 12, 373; ὥς κέν τοι ἐγὼ μητίσομ' ἀρωγήν, Ap. Rh. 3, 1026.