συμπεραίνω
πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)
English (LSJ)
A accomplish jointly, τι Isoc.4.171, v.l.in E.Med.887:— Med., συμπεραναμένων τῶν . . συνεργῶν αὐτῷ τὴν πρὸς Θηβαίους ἔχθραν had effectually helped him to create the ill-feeling, D.18.163; ἀπέραντα ξυμπεραίνῃ Luc.Philops.9:—Pass., to be accomplished simultaneously, τὰ συμπερανθέντα τάχη Pl.Ti.39d. 2 finish, work out, ἐπειδὰν συμπεράνωμεν (-αίνωμεν codd.) τὸν . . λόγον Gal.6.214:—Pass., ib.15. II decide or conclude absolutely, ξ. φροντίδα make up one's mind, E.Med.341; σ. καὶ κλώθειν ἑκάστῳ τὰ οἰκεῖα Arist.Mu.401b21; κλῇθρα μοχλοῖς make the doors doubly sure by bars, E.Or.1551 (troch.); ὁ συμπεραίνων (sc. ἀριθμός) the last counted, in a series, Speus. ap. Theol.Ar.62:—Pass., to be quite finished, X.Cyr.6.1.31. 2 in Logic, Med. συμπεραίνεσθαι conclude syllogistically, draw conclusions, Arist.APr.57b20, EN1094b22:—Pass., to be so concluded, Id.Ph.186a24; τὸ συμπερανθέν the conclusion drawn, Id.EN1146a26; ἔστω συμπεπερασμένον Id.APr.42a8; σ. τι κατά τινος ib.66a38. III intr. in Act., extend equally far, Id.HA541a2.
German (Pape)
[Seite 986] mit vollenden; ξυμπερᾶναι φροντίδα, Eur. Med. 341, κλεῖθρα συμπεραίνοντες μοχλοῖς, Or. 1551, d. i. Schlösser mit den Riegeln fest verschließen; τὰ πρὸς ἄλληλα ξυμπερανθέντα τάχη, Plat. Tim. 39 d; Xen. Cyr. 6, 1, 31; Isocr. 4, 170, nach Bekker für die vulg. διαπερ.; τὴν ἐλευθερίαν, Plut. Dem. 19; – συμπεραίνεται, in der Logik, es ergiebt sich, folgt daraus. – Med., ἔχθραν πρός τινος συμπεραίνεσθαι, Einem von Jemandes Seite Feindschaft zuziehen, Dem. 18, 163.