διακλάω
Μισῶ σοφιστήν, ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who is not wise for himself → Odi professum sapere, qui sibi non sapit → Den Weisen hass' ich, der in eigner Sache Tor
English (LSJ)
A break in twain, τόξα . . χερσὶ διακλάσσας (Ep. for -κλάσας) Il. 5.216. II Pass., = διαθρύπτομαι, διακλᾶσθαι Ἰωνικῶς practise soft Ionian airs, cj. in Ar.Th.163; διακεκλασμένος enervated, Luc.Demon. 18; δ. ὄμμα prob. in Zeno Stoic.1.58; διακλώμενοι ῥυθμοί, opp. ἀνδρώδεις, D.H.Dem.43, cf. Comp.17.
German (Pape)
[Seite 582] (s. κλάω), durch-, zerbrechen; Iliad. 5, 216 τάδε τόξα ἐν πυρὶ θείην χερσὶ διακλάσσας; – gew. übertr., entkräften, verweichlichen, VLL. διαθρύπτω; διεκλῶντ' Ἰωνικῶς, sich weichlichen, ionischen Tänzen hingeben, Ar. Th. 163; θηλυδρίας καὶ διακεκλασμένος Luc. Demon. 18; auch διακλώμενοι ῥυθμοί, kraftlose, D. Hal. iud. Thuc. 43.