συνειλέω
English (LSJ)
A crowd together, τὰ τέκνα καὶ τὰς γυναῖκας ἐς τοὺς νεωσοίκους συνειλήσας Hdt.3.45; also of things, bind together, ῥάβδους Id.4.67:—Pass., to be crowded or pressed together, εἰς ἔλαττον into less compass, X.HG7.2.8; περὶ τὸν ναόν J.BJ5.3.1: abs., Plu. Alex.60 (so ἑαυτὸν συνειλήσας, of the hedgehog, Ael.NA6.64); τροφὴ συνειληθεῖσα compressed, Thphr.CP3.14.8; κύστις σ. εἰς ἑωυτήν Aret.SD1.7; ἐς κυκεῶνα πάντα συνειλέονται Luc.Vit.Auct. 14: metaph., σ. ἀπορίᾳ S.E.M.7.304.
German (Pape)
[Seite 1010] (s. εἰλέω), zusammenwickeln, -drängen, -treiben; τὰ τέκνα καὶ τὰς γυναῖκας ἐς τοὺς νεωσοίκους, Her. 3, 45, sie in die Schiffshäuser hin zusammentreiben; auch von Sachen, fest zusammenbinden, τὰς ῥάβδο υς, 4, 67; συνειλοῦντο Xen. Hell. 7, 2, 8; Sp., wie Luc. merc. cond. 26; συνειληθήσονται ἀπορίᾳ, S. Emp. adv. log. 1, 304.