κάτειμι

From LSJ
Revision as of 19:51, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_1)

Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht

Menander, Monostichoi, 178
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάτειμι Medium diacritics: κάτειμι Low diacritics: κάτειμι Capitals: ΚΑΤΕΙΜΙ
Transliteration A: káteimi Transliteration B: kateimi Transliteration C: kateimi Beta Code: ka/teimi

English (LSJ)

Dor. 3sg. [

   A κάτε]ιτι Berl.Sitzb.1927.166 (Cyrene), part. fem. κατίασσα ibid.: Ep. impf. κατήϊεν Od.10.159: (εἶμι ibo):—go, come down, ποταμόνδε Od. l.c.; Ἴδηθεν Il.4.475: in Trag., as fut. to κατέρχομαι, E.Alc.73, etc.; esp. go down to the grave, κατίμεν δόμον Ἄϊδος εἴσω Il.4.457; Ἄϊδόσδε 20.294; εἰς Ἅιδου δόμους E. l.c.; so κάτειμι alone, S.Ant.896; of a ship, sail down to land, νῆα . . κατιοῦσαν ἐς λιμέν' ἡμέτερον Od.16.472; of a person, travel down the Nile, κ. ἐπὶ or εἰς Ἀλεξάνδρειαν, PLips.45.12, 14 (iv A.D.); of a river, ποταμὸς πεδίονδε κάτεισι χειμάρρους Il.11.492; of a wind, come sweeping down, Th.2.25, 6.2; ὡς τὸ πνεῦμα κατῄει Id.2.84: metaph., ὀνείδεα κατιόντα ἀνθρώπῳ φιλέει ἐπανάγειν τὸν θυμόν Hdt.7.160; ἅμα ταῖς πολιαῖς κατιούσαις Ar.Eq.520.    II come back, return, ἀγρόθεν Od.13.267; ἐς ἄστυ 15.505; of exiles, return home, Hdt.1.62, 3.45, 5.62, A.Ag. 1283, And.1.80, etc.; ἐκ τῶν Μήδων Hdt.4.3:—as Pass. of κατάγω, E. Med.1015; ὑπὸ τῶν ἑταίρων παρακληθεὶς κάτεισι Th.8.48.    III come in, of revenue, PFay.20.7 (iii/iv A.D.).

German (Pape)

[Seite 1394] (s. εἶμι), 1) hinuntergehen, herabkommen; Ἴδηθεν κατιοῦσα Il. 4, 475; ποταμόνδε κατήϊεν Od. 10, 159; in die Unterwelt, κατάμεν δόμον Ἄϊδος Il. 14, 457 (wie Soph. Ant. 896 Eur. Alc. 74; κατιόντας εἰς Ἅιδου Plat. Ax. 371 a); von einem Flusse, hinabfließen, πεδίονδε κάτεισιν 11, 492; von einem Schiffe, aus der hohen See der Küste zu fahren, ἐς λιμένα Od. 16, 472; hinkommen, εἰς πόλεις Plat. Prot. 316 c. – Vom Sturme, herabfahren, ἀνέμου δὲ κατιόντος μεγάλου Thuc. 2, 25; ὡς τὸ πνεῦμα κατῄει 2, 84; ἀνέμου κατιόντος ἐν πελάγει Plut. Pericl. 33; komisch ἅμα ταῖς πολιαῖς κατιούσαις Ar. Equ. 519; ὀνείδεα κατιόντα ἀνθρώπῳ φιλέει ἐπανάγειν τὸν θυμόν Her. 7, 160. – 2) zurückkommen, Od. 13, 267; von dem Verbannten, in sein Vaterland zurückkehren; φυγὰς κάτεισιν Aesch. Ag. 1256; Her. 3, 45. 9, 26; κατιὼν οἴκαδε Plat. Ep. VII, 607 d; Polit. 273 e; οἱ φυγάδες κατῄεσαν Xen. Hell. 2, 2, 14; absol., Isocr. 4, 116 u. Sp.