ἀπαμφιάζω
From LSJ
Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?
English (LSJ)
A take off a garment, doff it, Plu.2.406d, Ph.2.393: metaph., γαῖαν AP7.49 (Bianor); ἀπαμφιάσαντες τὴν ψυχήν Them. Or.21.249d:—Med., ἀπαμφιάσασθαι τὰ περίαπτα Ph.1.288: metaph., lay bare, reveal, τὰ κεκρυμμένα Id.2.310:—Pass., γυμνὴ καὶ ἀπημφιασμένη ἀλήθεια Id.1.362. 2 strip off, βῶλον AP7.76 (Diosc.):— hence Subst. ἀπαμφί-ασις, εως, ἡ, putting off, dub. in J.AJ19.2.5.
German (Pape)
[Seite 277] eine Hülle abnehmen, ausziehen, ξυστίδας ἀπημφίαζε Plut. Pyth. or. 24.