ὄνομαι
Ἡ βουλὴ καὶ ὁ δῆμος ἐτίμησεν... → The Council and the People honored... (inscription in the Roman city of Aizonai)
English (LSJ)
2sg.
A ὄνοσαι Od.17.378 ; Ep. 2pl. οὔνεσθε (Aristarch. ὀνόσασθε, Buttm. and Pap. οὔνοσθε) Il.24.241 ; 3pl. ὄνονται Od.21.427, Hdt.2.167 ; opt. ὄνοιτο Il.13.287 : impf. 3pl. ὤνοντο (κατ-) Hdt.2.172 : Ep. fut. ὀνόσσομαι Il.9.55, Od.5.379 : aor. ὠνοσάμην Il.14.95 ; Ep. part. ὀνοσσάμενος 24.439 : also Ep. aor. 3sg. ὤνατο 17.25 ; and Pass. ὠνόσθην (κατ-) Hdt.2.136 ; cf. ὀνοστός, ὀνοτός :—blame, find fault with, treat scornfully, c. acc., νῦν δέ σευ ὠνοσάμην πάγχυ φρένας Il.14.95 ; οὔ τίς τοι τὸν μῦθον ὀνόσσεται 9.55 ; οὐδέ κεν . . μένος καὶ χεῖρας ὄνοιτο 13.287 ; ὡς ἂν σὴν ἀρετὴν . . οὔ τις ὄνοιτο Od.8.239 : folld. by a relat., ἦ οὔνεσθ' ὅτι μοι . . Ζεὺς ἄλγε' ἔδωκεν; do ye think it a light thing that . . ? (others wrongly refer it to ὀνίνημι, is it to your profit that . . ?), Il.24.241 ; ἦ ὄνοσαι ὅτι τοι βίοτον κατέδουσιν ἄνακτος ; Od.17.378: c. gen., οὐδ' ὧς σε ἔολπα ὀνόσσεσθαι κακότητος for all that, I think thou wilt not quarrel with thy ill-luck (i.e. deem it too light), 5.379 : Ep. Verb, once in Hdt. (cf. κατόνομαι), ὄ. τινά throw a slur upon, 2.167.—In AP7.484 (Diosc.) v.l. for ὀνίνημι (q.v.).
German (Pape)
[Seite 348] 2. Pers. ὄνοσαι, 2. Pers. plur. ep. οὔνεσθε, Il. 24, 241, imperat. ὄνοσο, optat. ὄνοιτο, fut. ὀνόσομαι, ep. ὀνόσσομαι, aor. ὠνόσθην und ὠνοσάμην, inf. ep. ὀνόσσασθαι, in kürzerer Form ὤνατο, Il. 17, 25, – schelten, schmähen, beschimpfen; οὐχ ὥς με μνηστῆρες ἀτιμάζοντες ὄνονται, Od. 21, 422; σὴν ἀρετὴν βροτὸς οὔτις ὄνοιτο, 8, 239, vgl. Il. 13, 287; ὅτε μ' ὤνατο, 17, 25; νῦν σευ ὠνοσάμ ην φρένας, 14, 95, vgl. 17, 173; mit folgdm ὅτι, ἢ οὔνεσθ', ὅτι μοι Ζεὺς ἄλγε' ἔδωκεν, 24, 241, scheltet ihr, seid ihr unzufrieden, d. i. ist es euch nicht genug, daß Zeus mir Schmerzen gegeben hat; ἢ ὄνοσαι, ὅτι τοι βίοτον κατέδουσιν ἄνακτος, Od. 17, 378; auch c. gen., οὐδ' ὥς σε ἔολπα ὀνόσσεσθαι κακότητος, auch so, hoffe ich, wirst du nicht unzufrieden sein wegen deines Unglücks, ich hoffe, du wirst genug daran haben, 5, 379; ἥκιστα Κορίνθιοι ὄνονται τοὺς χειροτέχνας, Her. 2, 167. – Vgl. ὀνοστός u. ὀνοτάζω.