ἔολπα

From LSJ

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔολπα Medium diacritics: ἔολπα Low diacritics: έολπα Capitals: ΕΟΛΠΑ
Transliteration A: éolpa Transliteration B: eolpa Transliteration C: eolpa Beta Code: e)/olpa

English (LSJ)

ας, ε, poet. pf. with pres. sense of ἔλπομαι (q.v.).

German (Pape)

[Seite 892] ἐώλπειν, s. ἔλπω.

French (Bailly abrégé)

v. ἔλπω.

Russian (Dvoretsky)

ἔολπα: pf. в знач. praes. к ἔλπω.

Greek (Liddell-Scott)

ἔολπα: ας, ε, ποιητ. β΄ πρκμ. τοῦ ἔλπω μετὰ σημ. ἐνεστ., ἐλπίζω, μόνον ἐν τῷ ἑν. ἀριθμ. τῆς ὁριστ., νῦν δὴ νῶΐ γ’ ἔολπα... οἴσεσθαι μέγας κῦδος Ἀχαιοῖσι Ἰλ. Χ. 216, Ὀδ. Ε. 379, κτλ.

English (Autenrieth)

see ἔλπω.

Greek Monotonic

ἔολπα: Επικ. παρακ., με ενεστ. σημασία του ἔλπω.