προσέχω

From LSJ
Revision as of 19:54, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_2)

καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσέχω Medium diacritics: προσέχω Low diacritics: προσέχω Capitals: ΠΡΟΣΕΧΩ
Transliteration A: proséchō Transliteration B: prosechō Transliteration C: prosecho Beta Code: prose/xw

English (LSJ)

(Cypr. ποέχω (q.v.)) and προσίσχω: aor. προσέσχον:—

   A hold to, offer, προσέσχε μαζὸν [δράκοντι] A.Ch.531; hold against, [τὴν ἀσπίδα] προσῖσχε πρὸς τὸ δάπεδον Hdt.4.200; apply, χλιάσματα Hp. Mul.2.129.    2 π. ναῦν bring a ship to port, προσσχόντες τὰς νέας Hdt.9.99; Μαλέᾳ προσίσχων πρῷραν E.Or.362; τίς σε προσέσχε . . χρεία; brought thee to land here? S.Ph.236; <ναῦν> πρὸς τὴν γῆν προσσχεῖν D.C.42.4: more freq. without ναῦν, put in, touch at a place, προσσχεῖν ἐς Τύρον, ἐς τὴν Σάμον, etc., Hdt.1.2, 3.48, al.; πρὸς τὴν Σίφνον προσῖσχον ib.58: c. dat. loci, π. τῇ γῇ Id.4.156; τῆς νήσου τοῖς ἐσχάτοις Th.4.30; Λιβύῃ κατὰ τὴν Μαυρουσίαν Plu.Sert.7: c. acc. loci, τίνι στόλῳ προσέσχες τήνδε γῆν; S.Ph.244, cf. Plb.2.9.2: abs., land, Hdt.2.182, etc.: with words added, πλέων δι' Ἑλλησπόντου π. ἐς Κύζικον Id.4.76, cf. 6.119; ναυσὶ προσσχεῖν Th.4.11; τῇ νηῒ π. εἰς Ῥόδον D.56.9; ὡς γῇ προσέξων τὸ σῶμα, of a shipwrecked sailor, Plu.2.1103e.    3 turn to or towards a thing, π. ὄμμα E.HF931: mostly, π. τὸν νοῦν turn one's mind, attention to a thing, be intent on it, τοῖς ἀναπαίστοις Ar.Eq.503; ἐμοί ib.1014, cf. 1064, X.An.2.4.2, etc.; π. τὸν νοῦν τινι give heed to him, pay court to him, Id.Cyr.5.5.40; ἑαυτῷ π. τὸν νοῦν to be thinking with himself, in a fit of abstraction, Pl.Smp.174d; also πρὸς τὴν ἑαυτοῦ κατηγορίαν π. τὸν νοῦν Antipho 3.4.1; πρὸς τούτοις Ar.Nu.1010; π. τὸν νοῦν μὴ . .take heed lest... Pl.R.432b, etc.: abs., πρόσεχε τὸν νοῦν Cratin. 284, Pherecr.154, Ar.Pl.113, etc.; δεῦρο τὸν νοῦν προσέχετε Id.Nu. 575, cf.Pl.Smp.217b; προσεχέτω τὸν νοῦν let him take heed, as a warning, Ar.Nu.1122; also τὴν γνώμην π. Id.Ec.600, Th.1.95, 2.11, 5.26, 7.15; π. τὴν διάνοιαν ὡς πράξει μεγίστῃ Plu.Num.14; but περὶ τούτου τῇ διανοίᾳ π. IG7.2225.44 (ii B.C.); π. τῇ διανοίᾳ εἰς τὸ ῥῆμα Κυρίου LXXEx. 9.21.    4 without τὸν νοῦν, μὴ πρόσισχε . . βουκόλοις Cratin.286; σαυτῷ π. Ar.Ec.294 (lyr.), X.Mem.3.7.9; π. ἑαυτοῖς ἀπό τινος to be on one's guard against, Ev.Luc.12.1; πρόσεχ' οἷς φράζω attend to what I shall tell you, Mnesim.4.21 (anap.), cf. D.10.3, etc.; π. τῶν ἐμπείρων . . ταῖς ἀναποδείκτοις φάσεσι Arist.EN1143b11; τῷ πολλῷ χρόνῳ Id.Pol.1264a2; π. τοῖς νόμοις Id.Fr.539; τοῖς χιλιάρχοις take orders from them, Plb. 6.37.7; also π. ἐπί τινι LXX Ge.4.5: abs., πρόσεχε, κἀγώ σοι φράσω Athenio 1.8; προσέχων ἀκουσάτω attentively, D.21.8; πρόσσχες An. Ox.1.121: also c. acc., προσέχων τε ταῦτα Critias 25.19 D.; οὐ προσέχει τὰ πράγματα Philem.73.4; π. νόμον θεοῦ LXX Is.1.11, cf. Ex.34.11: also π. ἀπὸ τῶν ἁγίων, τῶν γραμματέων, ib.Le.22.2, Ev.Luc.20.46; π. τοῦ μὴ φαγεῖν αἷμα LXX De.12.23; π. ἵνα μὴ μαστιγωθῇς ib.2 Ch.25.16.    b devote oneself to a thing, c. dat., γυμνασίοισι Hdt.9.33; τοῖς ἔργοις Ar.Pl.553; τοῖς ναυτικοῖς Th.1.15; τῷ πολέμῳ Id.7.4; πλούτῳ Pl.Alc.1.122d; τούτῳ τῷ ἀγῶνι Lycurg.10; τοῖς κοινοῖς, γεωργίᾳ καὶ εἰρήνῃ, Plu.Cat.Mi.19, Hdn.2.11.3, etc.:—abs., ἐντεταμένως, προθύμως π., Hdt.1.18, 8.128.    5 continue, ἡ νοῦσος, ἡ ὀδύνη π., Hp.Int. 11,7.    6 Med., attach oneself to a thing, cling, cleave to it, ὅ τι πρόσσχοιτο τοῦ πηλοῦ τῷ κοντῷ Hdt.2.136; ὥσπερ λεπὰς προσεχόμενος τῷ κίονι Ar.V.105, cf. Pl.1096; τῷ τοίχῳ Arist.HA555a1: abs., οἱ πολύποδες οὕτω π. ὥστε μὴ ἀποσπᾶσθαι ib.534b27.    b metaph., devote oneself to the service of any one, esp. a god, Pi.P.6.51 (dub.).    7 Pass., to be held fast by a thing, ὑπό τινος E.Ba.756; to be attached to it, πρὸς τῷ στήθει Hp.Art.14; πρὸς τῷ δένδρῳ προσέχεσθαι, of gum, stick to, Thphr.HP9.4.4: metaph., to be implicated in, τῷ ἄγει Th.1.127.    II have besides or in addition, δεῖ καὶ τοῦτο προσέχειν τὸ μάθημα Pl.R.521d, cf. D.31.7, etc.

German (Pape)

[Seite 763] (s. ἔχω), dazu, außerdem haben; Soph. Ant. 208; δεῖ καὶ τοῦτο προσέχειν τὸ μάθημα, Plat. Rep. VII, 5214; τὴν οἰκίαν ἐν δισχιλίαις προσέξεις, Dem. 31, 7; – daran-, hinanhalten, -bringen, darreichen, μαζόν, Aesch. Ch. 524; annähern, τίς σε προσέσχε, τίς προσήγαγεν χρεία; Soph. Phil. 236, welche Noth trieb dich (mit dem Schiffe) hierher; bes. ναῦν, das Schiff einer Gegend nähern, προσσχόντες τὰς νῆας, Her. 9, 99, u. oft ohne diesen accus., also scheinbar intrans., mit einem Schiffe anlanden, τίνι στόλῳ προσέσχες τήνδε γῆν, Soph. Phil. 244; προσσχεῖν ἐς τὴν Ἀσίην, ἐς Τύρον, ἐς τὴν Σάμον, Her. 1, 2. 3, 48. 4, 145. 5, 63 u. sonst; auch πρός τι, 3, 58, u. τῇ γῇ, τῇ νήσῳ, 4, 157, u. absolut ohne Angabe des Ortes, 2, 182. 4, 42. 6, 33; auch steht πλέοντες dabei, 6, 119; τῇ νηῒ εἰς Ῥόδον, Dem. 56, 9; Sp.; προσέχειν Λιλυβαίῳ, τῇ Σικελίᾳ, Pol. 1, 24, 2. 25, 9; πρὸς τὴν Ἀπολλωνίαν, 2, 11, 8. – Wie Eur. sagt παῖδες προσέσχον ὄμμα, sie richteten ihr Auge darauf, Herc. Fur. 341, so wird bes. νοῦν προσέχειν gesagt: seinen Geist, seine Aufmerksamkeit auf Etwas richten, u. ohne νοῦν, προσέχειν ἑαυτῷ, τοῖς ἔργοις, Ar. Eccl. 294 Plut. 553; πρόσεχε τὸν νοῦν, Plat. Polit. 259 d; Conv. 217 b u. öfter; auch ἑαυτῷ, bei sich überlegen, 174 d; vgl. Plut. Them. 7; u. ohne νοῦν, εἴ τι καὶ πλούτῳ προσέχεις, Plat. Alc. I, 122 d; Phaedr. 272 e; ἆρ' οὖν προσέσχηκάς τι τοῖς τούτων γάμοις, Rep. V, 459 a; Xen. öfter, auch = daran denken, προσέχειν τῇ μονῇ, An. 5, 6, 22; οἱ περὶ τὸν Ἀριαῖον ἧττον τοῖς Ἕλλησι προσέχοντες τὸν νοῦν, sich weniger um sie kümmernd, 2, 4, 2, vgl. Cyr. 5, 5, 40; πρὸς αὐτὰ ταῦτα προσέχουσι τὸν νοῦν, Pol. 15, 36, 9, u. öfter. So auch τὴν γνώμην προσέ χειν, Av. Eccl. 600, Thuc. 5, 26, τῇ ναυμα χίᾳ, 7, 23. u. Sp. – Med. sich woran festhalten, anhaften, τὶν προσέχεται, Pind. P. 6, 51; προσσχέσθαι τινί, Her. 2, 136.