ἄρτυμα
From LSJ
English (LSJ)
ατος, τό,
A condiment, seasoning, ἀρτύμασι παντοδαποῖσι Batr.41, cf. Hp.Aff.43, Dsc.3.36, etc.; βορᾶς ἀρτύματα S.Fr.675, cf. 709; τὰ παλαιὰ καὶ θρυλούμενα ἀρτύματα Anaxipp.1.5: metaph., ἡ ἀνάπαυσις τῶν πόνων ἄ. Plu.2.9c. II = διαθήκη, δίκη, Hsch. (cf. ἄρτημα).
German (Pape)
[Seite 363] τό, Zubereitung von Speisen, βορᾶς Soph. frg. 601; Aesch. frg. 317; bes. alles, womit die Speisen schmackhaft gemacht werden, Gewürz, κοσμοῦντες χύτρας ἀρτύμασι παντοδαποῖσι Batrach. 41; übertr., πόνων, die Ruhe, Plut. ed. lib. 13.