δασύς
ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)
English (LSJ)
εῖα, ύ, Ion. fem.
A δασέα Hdt.3.32; opp. ψιλός in all senses: I with a shaggy surface, 1 hairy, shaggy, δέρμα . . μέγα καὶ δ. Od.14.51; ὀ δ. γενέσθαι, of the bald, recover their hair, Hp. Aph.6.34; of young hares, downy, Hdt.3.108; γέρρα δ. βοῶν, βοῶν δασειῶν ὠμοβόεινα shields of skin with the hair on, X.An.5.4.12, 4.7.22; ὀσφὺν δασέαν SIG1037.6 (Milet., iv/iii B. C.); of birds, Thphr. Fr.180; τὰ σώματα δασεῖς Arr.Ind.24: Sup., Arist.Phgn.812b17. Adv. δασέως, ἔχειν περὶ τὴν κοιλίαν ib.15. 2 thick with leaves, Od.14.49; θρίδαξ δασέα, opp. παρατετιλμένη, Hdt.3.32; of places, thickly wooded, bushy, abs., Id.4.191, cf. Hp.Aë. 1; διὰ . . τῶν δασέων through the thickets, Ar.Nu.325: c. dat. modi, δ. ὕλῃ παντοίῃ Hdt.4.21; ἴδησι παντοίῃσι ib.109; ἐλαίαις Lys.7.7: rarely c.gen., δ. παντοίων δένδρων X.An.2.4.14; τὸ δ. bushy country, ib.4.7.7; δ. γῆ Schwyzer 734 (Zelea). 3 generally, rough, thick, μαλακαὶ καὶ δ. νεφέλαι D.S. 3.45. 4 δ. οὖρα cloudy, Hp.Epid.7.112. II hoarse, ἀναπνοή Gal.18(1).574. 2 aspirated, Arist.Aud. 804b8, Ph.1.29, D.T.631.22, etc.; ἡ δασεῖα (Sc. προσῳδία) Seleuc. ap. Ath.9.398a, A.D.Synt.319.20; δ. τὸ θ καὶ τὸ φ καὶ τὸ χ D.H.Comp.14. Adv. -έως, ἀναγνῶναι, ἐκφέρειν, A.D.Pron.78.16,S.E.M.1.59. III δ. παράγωγος, Hsch. (Perh. for δ[ngnull]-δύς, cf. Lat. densus.)
German (Pape)
[Seite 524] εῖα, ὑ, dicht, rauch; verwandt das Latein. densus. Bei Homer δασὐς zweimal, in einer und derselben Stelle, Odyss. 14, 49. 51 εἷσεν δ' εἰσαγαγών, ῥῶπας δ' ὑπέχευε δασείας, ἐστόρεσεν δ' ἐπὶ δέρμα ἰονθάδος ἀγρίου αἲγός, αὐτοῦ ἐνεύναιον, μέγα καί δασύ. Vgl. das Compositum δασὐμαλλος Odyss. 9, 435. – Bei den Folgenden heißt δασὐς: – 1) dichtbehaart; μασχάλαι λόχμης δασὐτεραι Ar. Eccl. 61; γέῥῥα δασειῶν βοῶν u. βοῶν δασέα, von rauchen, d. i. rohen Fellen, Xen. An. 4, 7, 22. 5, 4, 12; χειρῐδες Cyr. 8, 8, 17; τὰ σώματα δασεῖς Arr. Ind. 24; bärtig, Strat. 12 (XII, 26); δασεῖς καὶ προβεβηκότες entgeggstzt den νεώτεροι Buto Stob. flor. 6, 29; Ggstz λεῐος, Eubul. Ath. X, 449 e (v. 2). – Auch ἱμάτιον, Philem. bei D. L. 6, 87. – 2) mit Bäumen dicht bewachsen, γῆ δασέη ὕλῃ παντοίῃ Her. 4, 21; vgl. 191; χωρίον δασύ Thuc. 4, 29, = ὑλῶδες; öfter Xen., χωρίον δασὺ πίτυσι, ποταμὸς δασὺς δέν, δρεσι, An. 4, 7, 6. 8, 2; παράδεισος δασὺς παντοίων δένδρων 2, 4, 14; Folgde; τὰ δασέα, dichtes Gebüsch, 4, 7, 7 u. öfter. Aehnl. στέφανος Plat. Conv. 212 e. Von Wolken Diod. 3, 44. – 3) πνεῦμα δασύ, spiritus asper, Gramm.; auch δασεῖα προσῳδία, vgl. Ath. IX, 398 a; τὰ δασέα, aspiratae: φ, χ, θ. – Adv., δασέως ἔχειν Arist. physiogn. 6, 39.