ἑρμάζω
From LSJ
πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner
English (LSJ)
(ἕρμα)
A steady, support, Hp.Art.44. II ἑρμάσαι· ἐλαφρῶς περιελίξαι, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1032] eine Stütze, ἕρμα, daruntersetzen, feststellen, Hippocr.; mit Ballast füllen, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἑρμάζω: (ἕρμα), στηρίζω, στερεώνω, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808· ὁ δὲ L. Dind διορθοῖ ἡρμάσθαι ἀντὶ ἡρμόσθαι, αὐτόθ. 743 Α. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ἑρμάσαι· ἐλαφρῶς περιελίξαι» καὶ «ἑρμάσει· μαλάξει, στηρίξει».