συνόλλυμι
From LSJ
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
English (LSJ)
A destroy together, Bion 1.29 (divisim):—Med., perish along with, αὐτῷ γ' οὐ ξυνωλόμην ὁμοῦ E.Hel.104.
German (Pape)
[Seite 1030] (s. ὄλλυμι), mit od. zugleich zu Grunde richten, u. med. mit umkommen, αὐτῷ γ' οὐ ξυνωλόμην ὁμοῦ Eur. Hel. 103, u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συνόλλῡμι: ὄλλυμι, καταστρέφω ὁμοῦ, ὤλεσε τὸν καλὸν ἄνδρα, συνώλεσεν ἱερὸν εἶδος Βίων 1. 29. ― Μέσ., ὄλλυμαι, καταστρέφομαι ὁμοῦ μετά τινος, ὁθούνεκ’ αὐτῷ γ’ οὐ ξυνωλόμην ὁμοῦ Εὐρ. Ἑλ. 104.