νήθω
From LSJ
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
English (LSJ)
A spin, Cratin.96, Pl.Plt.289c, LXXEx.35.25, AP11.110 (Nicarch.), Corn.ND13, Gal.UP1.3 (but said not to be Att., Poll.7.32, AB109): Ion. impf. νήθεσκες AP14.134. (Formed from νέω (B), as πλήθω from πλη-, πίμπλημι.)
German (Pape)
[Seite 251] = νέω, spinnen, Plat. Polit. 289 c u. Sp., wie Probl. arithm. 27 (XIV, 134), νήθεσκε, nach Poll. 7, 32 nicht att., vgl. B. A. 88.
Greek (Liddell-Scott)
νήθω: «γνέθω», κλώθω, Κρατῖνος ἐν «Μαλθακοῖς» 4, Πλάτ. Πολιτ. 289C· (ἀλλὰ λέγεται ὅτι δὲν εἶναι Ἀττ., Meineke Κωμ. Ἀποσπ. 2. σ. 556)· Ἰων. παρατ. νήθεσκες, Ἀνθ. Π. 14. 134. (Σχηματισθὲν ἐκ τοῦ νέω (Γ), ὡς τὸ πλήθω ἐκ τῆς √ΠΛΕ, πίμπλημι).