ὁμηγυρίζομαι
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
A assemble, call together, πρὶν κεῖνον ὁμηγυρίσασθαι Ἀχαιοὺς εἰς ἀγορήν Od.16.376 :—also ὁμηγύρειν· τὸ συνάξαι, Hsch.
German (Pape)
[Seite 330] (für sich) versammeln, Ἀχαιοὺς εἰς ἀγορήν, Od. 16, 376; Eust. zur Stelle hat auch das act.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμηγῠρίζομαι: ἀποθ., συναθροίζω, συγκαλῶ, πρὶν κεῖνον ὁμηγυρίσασθαι Ἀχαιοὺς εἰς ἀγορήν, «ἀθροῖσαι, συναγογεῖν» (Σχόλ.), Ὀδ. Π. 376. - Ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει ὁμηγύρω.