συντρέφω
Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt
English (LSJ)
A feed together or besides, ἵππον X.Oec.5.5, cf. Mem.4.3.6. II Pass., to be brought up together, Pl.Lg.752c; ἐν τῷ αὐτῷ X.Cyr.6.4.14; συντέθραψαι προσπόλοισι βασιλέως with them, E.Hel. 1036; τινὶ ἐκ παιδίου Is.9.30: abs., τὰ συντρεφόμενα ζῷα, such as dogs, Arist.GA744b20. 2 of feelings, etc., to be bred up with, grow up with, become customary or familiar, [τὸ ἡδὺ] ἐκ νηπίου ἡμῖν συντέθραπται Id.EN1105a2; ἐμπεφυκὼς καὶ συντεθραμμένος αὐτῷ ζῆλος Plu. Alex.8, cf. Mar.14, AP12.42 (Diosc.); of diseases, Hp.Morb.Sacr. 8,11. 3 to be educated in, ταῖς γεωργικαῖς ἐπιμελείαις, τοῖς μαθήμασι πονηροῖς ἐθισμοῖς, D.S.1.74, 2.29,60. 4 grow by composition of different substances, to be organized, of bodies, Pl.Phd.96b, Ti.75b; πυρὸς ἐν τόποις τισὶ -τρεφομένου Epicur.Ep.2p.52U.
Greek (Liddell-Scott)
συντρέφω: τρέφω ὁμοῦ ἢ προσέτι, ἵππους Ξενοφ. Οἰκ. 5. 5, Ἀπομν. 4. 3, 6. ΙΙ. Παθ., ἀνατρέφομαι ὁμοῦ, Πλάτ. Νόμ. 752C· ἐν τῷ αὐτῷ Ξεν. Κύρ. 6. 4, 14· τινι, μετά τινος, Εὐρ. Ἑλ. 1036· τινι ἐκ παιδίου Ἰσαῖ. 78. 2· ἀπολ., τὰ συντρεφόμενα ζῷα, οἷον οἱ κύνες, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 6, 42. 2) ἐπὶ αἰσθημάτων, ἀναπτύσσομαι ὁμοῦ μετά τινος, τὸ ἡδὺ ἐκ νηπίου ἡμῖν συντέθραπται Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 2. 3, 8· ἐμπεφυκὼς καὶ συντεθραμμένος αὐτῷ ζῆλος Πλουτ. Ἀλέξ. 8, πρβλ. Μάρ. 14, Ἀνθ. Π. 12. 42· ἐπὶ νόσων, Ἱππ. 306. 24., 307. 23. 3) ἀνατρέφομαι, παιδεύομαι ἔν τινι, ταῖς γεωργικαῖς ἐπιμελείαις, τοῖς μαθήμασι, πονηροῖς ἐθισμοῖς Διόδ. 1. 74., 2. 29, 60. 4) ἀναπτύσσομαι διὰ τῆς συνθέσεως διαφόρων οὐσιῶν, διοργανοῦμαι, ἐπὶ σωμάτων, Πλάτ. Φαίδων 69Β, Τίμ. 75Α.