κυκλιακός
From LSJ
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
English (LSJ)
ή, όν, only neut. pl., τὰ κ.
A treatise on the circle, by Philippus of Opus, Suid.s.v. φιλόσοφος.
Greek (Liddell-Scott)
κυκλιακός: -ή, -όν, κυκλικός, τά κ., πραγματεία περὶ κύκλου, Σουΐδ.