σησαμοειδής

From LSJ
Revision as of 09:18, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_7)

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σησᾰμοειδής Medium diacritics: σησαμοειδής Low diacritics: σησαμοειδής Capitals: ΣΗΣΑΜΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: sēsamoeidḗs Transliteration B: sēsamoeidēs Transliteration C: sisamoeidis Beta Code: shsamoeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A like sesame or sesame-seeds, Thphr.HP3.13.6; of bones, Gal.UP2.12.    II σησαμοειδές, τό, fruit of ἐλλέβορος μέλας, Dsc.4.162; used medicinally, Hp.Acut.(Sp.) 60, Ep. 21; hellebore from Anticyra acc. to Diocl.Fr.152; also σ. φάρμακον Str.9.3.3.    2 σ. τὸ μικρόν, purple rock-cress, Aubrietia deltoidea, Dsc.4.163 (also called σ. τὸ λευκόν, Ps.-Dsc. ibid.).    3 σ. τὸ μέγα, bastard rocket, Reseda alba, Dsc.4.149.

German (Pape)

[Seite 876] ές, 1) sesamartig, der Sesampflanze od. ihrem Saamen ähnlich. – 2) σησαμοειδὲς μέγα u. μικρόν, zwei sesamähnliche Pflanzen, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

σησᾰμοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς σησάμην ἢ πρὸς κόκκους σησάμου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 13, 6. 2) σησαμοειδὲς μέγα καὶ μικρόν, δύο φυτὰ ὅμοια πρὸς τὴν σησάμην, εἴδη τοῦ φυτοῦ Reseda, κατὰ τὸν Sprengel, Διοσκ. 4. 152· εἶναι δὲ ἐν χρήσει ὡς φάρμακον, Ἱππ. 406. 38., 1288. 15· ὡσαύτως, σ. φάρμακον Στράβ. 418, Ἡσύχ.