ἐξώβλητος
From LSJ
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
English (LSJ)
ον,
A outcast, Id.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξώβλητος: ὁ, ἐκβεβλημένος ἔξω, «ἐξώβλητον (κατὰ διόρθ. Σαλμασ. ἀντὶ ἐξόβλητον), ἐξόριστον, ἀπόβλητον» Ἡσύχ.