ἄχορδος
From LSJ
αἴθ' ἔγω, χρυσοστέφαν' Ἀφρόδιτα, τόνδε τὸν πάλον λαχοίην (Sappho, fr. 33 L-P) → Oh gold-crowned Aphrodite, if only this winning lot could fall to me
English (LSJ)
ον,
A without strings, μέλος Poet. ap. Arist.Rh.1408a6: φόρμιγξ ἄ., metaph. of a bow, Thgn.Trag.1 (= Lyr.Adesp.127).
German (Pape)
[Seite 419] (χορδή), ohne Saiten, oder Saiteninstrumente, μέλος Arist. rhet. 3, 6.
Greek (Liddell-Scott)
ἄχορδος: -ον, ἄνευ χορδῶν, ἄμουσος, μὴ ἁρμονικός, Ποιητ. παρ’ Ἀριστ. ἐν Ρητ. 3. 6, 7, πρβλ. 3. 11, 11