πολύφυλλος
From LSJ
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
English (LSJ)
ον,
A with many leaves, thick-leaved, of the yew, Eup.14.3, cf. Thphr.HP1.10.8, etc.
German (Pape)
[Seite 676] vielblätterig; Eupolis bei Plut. Symp. 4, 1; Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
πολύφυλλος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰ φύλλα, πυκνόφυλλος, ἐπὶ σμίλακος, καὶ σμίλακα τὴν πολύφυλλον Εὔπολις ἐν «Αἰξὶ» 1, 3, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 10, 8, κτλ.