δυσσυνείδητος
From LSJ
Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeral—both memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)
English (LSJ)
ον,
A with a bad conscience, Id.37.29, al.
German (Pape)
[Seite 688] mit bösem Gewissen, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
δυσσυνείδητος: -ον, κακὴν ἔχων συνείδησιν, Ἐκκλ., πρβλ. Κόντ. Γλώσσ. Παρατ. σ. 256.