ἀδίδακτος

From LSJ
Revision as of 09:21, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_18)

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀδίδακτος Medium diacritics: ἀδίδακτος Low diacritics: αδίδακτος Capitals: ΑΔΙΔΑΚΤΟΣ
Transliteration A: adídaktos Transliteration B: adidaktos Transliteration C: adidaktos Beta Code: a)di/daktos

English (LSJ)

ον,

   A untaught, ignorant, Ps.-Phoc.89: c. gen., ἀ. ἐρώτων AP5.121 (Diod.), cf. Hp.Alim.39.    2 unpractised, untrained, of a chorus, D.21.17.    II untaught, τοῖς ἀφ' αὑτοῦ καὶ ἀ. πάθεσι Plu.2.968c, cf. Luc.Hist.Conscr.34; that cannot be taught, Philostr.V A5.36.    2 ἀ. δρᾶμα not yet acted (v. διδάσκω III) Ath.6.270a.    III Adv. -τως without teaching, Phld.Rh. 2.93 S, Juba 32, Plu.2.673f; οὐκ ἀ. οὐδὲ αὐτοφυῶς Ph.Fr.70 H.

Greek (Liddell-Scott)

ἀδίδακτος: -ον, ὁ μὴ διδαχθείς, ἀμαθής. Ψευδο-Φωκυλ. 83· μ. γεν., ἀδ. ἐρώτων, Ἀνθ. II. 5, 122, πρβλ. Ἱππ. 382. 34. 2) ὁ μὴ δεδιδαγμένος, μὴ ἠσκημένος, ἐπὶ χοροῦ, Δημ. 520. 13. II. ἐπὶ πραγμάτων, τὰ μὴ διδασκόμενα ἢ δεδιδαγμένα, ἀλλ’ ἐμφύτως γιγνωσκόμενα, ὡς τὸ αὐτοδίδακτος· ἀφ’ ἑαυτοῦ καὶ ἀδ., Πλούτ. 2. 968C, σύνεσίν τε πολιτικὴν … τὴν μὲν ἀδίδακτόν τι τῆς φύσεως δῶρον, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστορ. Συγγρ. 34. 2) ἀδ. δρᾶμα, ὅπερ εἰσέτι δὲν ἐδιδάχθη, δὲν παρεστάθη, (ἴδε διδάσκω III.), Ἀθ. 270A. III. Ἐπίρρ. -τως, ἄνευ διδασκαλίας. Πλούτ. 2. 673F, καὶ ἄλλ.