διαζωτικός
From LSJ
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
English (LSJ)
ή, όν,
A vital, ἰδίωμα Procl.in Prm.p.576S.
Greek (Liddell-Scott)
διαζωτικός: -ή, -όν, διατηρητικὸς τῆς ζωῆς, Πρόκλ. εἰς Πλάτ. Παρμ. σ. 576 (Stallb.)