διαπήγνυμι
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
English (LSJ)
A fix or thrust through, ἀκόντιον διὰ πλευρῶν Antipho 3.3.5; transfix, διέπᾱξε σιδάρῳ Epigr.inPTeb.3.29 (i B.C.). II freeze hard, Thphr.Vent.54: pf. -πέπηγα, intr., to be frozen, Arist.Mir.835a30. III Med., δ. σχεδίας get them put together, Luc.DMort.12.5.
German (Pape)
[Seite 595] (s. πήγνυμι), dazwischen befestigen, einfugen, übh. zusammenfügen, σχεδίας, Luc. D. Mort. 12. 5, im med.
Greek (Liddell-Scott)
διαπήγνυμι: ἐμπηγνύω διὰ μέσου, μεταξύ, ἀκόντιον διὰ πλευρῶν Ἀντιφῶν 123. 4. ΙΙ. παγώνων καθιστῶ τι σκληρόν, Θεόφρ. π. Ἀνέμ. 54· - πρκμ. τοῦ διαπήγνυμαι, -πέπηγα, εἶμαι πεπηγώς, Ἀριστ. Θαυμασ. 67. ― Μέσ., δ. σχεδίας, ἐνεργῶ ὥστε νὰ συμπηχθῶσι, Λουκ. Νεκρ. Διαλ. 12. 5.