κλινόπους
From LSJ
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
English (LSJ)
ποδος, ὁ, pl.,
A feet of a bed, Gp. 13.9.9: sg., generally, κ. τοίχου Hsch. s.v. θριγκός, EM455.55; σφιγγῶν ib.425.28 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1454] ποδος, ὁ, Bett-, Sänftenfuß, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κλῑνόπους: ποδος, ὁ, ὁ ποὺς κλίνης, Γεωπ. 13. 9, 9· κ. τοίχου Ἡσύχ. ἐν λέξ. θριγκός.