παλέω

From LSJ
Revision as of 09:23, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_22)

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλέω Medium diacritics: παλέω Low diacritics: παλέω Capitals: ΠΑΛΕΩ
Transliteration A: paléō Transliteration B: paleō Transliteration C: paleo Beta Code: pale/w

English (LSJ)

   A to be disabled, εἰ παλήσειε ὁ ναυτικὸς στρατός Hdt.8.21: elsewh. only in Hsch., παλήσειε· διαφθαρείη. ἐπάλησεν· ἐφθάρη. πεπαληκέναι· ἐκπεσεῖν. πεπαλημέναι· βεβλαμμέναι: also in shortd. forms, πεπαλμένος· βεβλαμμένος, Id., Phot.; πεπαλκέναι λέγεται τὸ ἐκπίπτειν τὰ πλοῖα Id.

German (Pape)

[Seite 447] = παλαίω, nur παλήσειε, Her. 8, 21, v. l. παλαίσειεν, wo es »im Kampf unterliegen« bedeutet.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλέω: φθείρομαι, καταστρέφομαι, Ἡρόδ. 8. 21, εἰ παλήσειε ὁ ναυτικὸς στόλος. Ἕτεροι τύποι διατηροῦνται ἐν πολλαῖς γλώσσαις τοῦ Ἡσυχίου: «παλήσει· διαφθαρείη, ἐπάλησεν· ἐφθάρη, πεπαληκέναι· ἐκπεσεῖν, πεπαλημέναι· βεβλαμμέναι». Ὁ συντετμημένος τύπος «πεπαλμένος