τελειωτικός
From LSJ
πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced
English (LSJ)
ή, όν,
A perfective, effective, Procl.Inst.78. Adv. -κῶς Id.in Alc.p.52 C.
German (Pape)
[Seite 1085] vollendend, beendigend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τελειωτικός: -ή, -όν, ὁ τελειοποιῶν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν νὰ τελειοποιῇ, ἡ τελειωτικὴ ἀγάπη Κλήμ. Ἀλεξ. 800· ἀλλά, σοφία τελεωτικὴ αὐτόθι 448.