καυκαλίς
From LSJ
ὅσα μὲν τῆς ἰδίας τρυφῆς εἵνεκα Μειδίας καὶ περιουσίας κτᾶται → all the wealth that Meidias retains for private luxury and superfluous display
English (LSJ)
ίδος, ἡ, an umbelliferous plant,
A Tordylium apulum, Thphr.HP7.7.1, Nic.Th.843 (pl.), Dsc.2.139, Gp.12.32.1, prob. in Numen. ap. Ath.9.371c; cf. καυσαλίς and καυκιάλης.
German (Pape)
[Seite 1407] ίδος, ἡ, eine doldenartige Gartenpflanze; Nic. Th. 843; Ath. IX, 371 d.
Greek (Liddell-Scott)
καυκᾰλίς: -ίδος, ἡ, «καυκαλήθρα» ἢ «καυκαλίδα», εἶδος ἀγρίου λαχάνου, ὁμοίου τῷ ἀγρίῳ σελίνῳ, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 7, 1, Διοσκ. 2. 169, Νικ. Θηρ. 843·- παρ’ Ἡσυχ. ὡσαύτως καυκιάλης, ου, ὁ.