τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαι → show the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away
Full diacritics: παράχωμα | Medium diacritics: παράχωμα | Low diacritics: παράχωμα | Capitals: ΠΑΡΑΧΩΜΑ |
Transliteration A: paráchōma | Transliteration B: parachōma | Transliteration C: parachoma | Beta Code: para/xwma |
ατος, τό,
A embankment, dyke, in pl., Str.5.1.5, 10.2.19.
[Seite 508] τό, daneben aufgeschütteter oder aufgeworfener Damm, Strab. 5, 1, 5 u. öfter.
παράχωμα: τό, σωρὸς χώματος χρησιμεύων ὡς πρόχωμα εἰς τὰ πλάγια διώρυχος ἢ τάφρου, Στράβ. 212, 458.