δημότερος

From LSJ
Revision as of 09:26, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_4)

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημότερος Medium diacritics: δημότερος Low diacritics: δημότερος Capitals: ΔΗΜΟΤΕΡΟΣ
Transliteration A: dēmóteros Transliteration B: dēmoteros Transliteration C: dimoteros Beta Code: dhmo/teros

English (LSJ)

α, ον, poet. for

   A δημοτικός 11, A.R.3.606.    II = δημόσιος 1.1, χρήματα AP9.693.    III = δημόσιος 1.2, common, vulgar, Κύπρις ib.415.2 (Antiphil.).

German (Pape)

[Seite 565] p. = δημοτικός; – 1) Bürger, γυναῖκες Ap. Rh. 1, 738. 3, 606. – 2) gemein, Κύπρις Antiphil. 1 (IX, 415). – Auch = δημόσιος; χρήματα, den ἴδια entgeggstzt, Ep. ad. (IX, 693).

Greek (Liddell-Scott)

δημότερος: -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ δημοτικός ΙΙ, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 606. ΙΙ. = δημόσιος, κοινός, δημώδης, Κύπρις Ἀνθ. Π. 9. 415.