παριστάνω
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
English (LSJ)
= sq. (q.v.), Plb.3.96.3, 3.113.8, Phld. Sign.29, Ep.Rom.6.13, etc. :—also παριστάω, A.D. Synt.272.13 (v.l.), S.E. P.2.42, 108, etc. :—Pass.,
A παριστᾶται Parm.16.2 ; cf. παραστάνω.
German (Pape)
[Seite 523] Nebenform von παρίστημι, Pol. 3, 113, 8 u. öfter. Eben so παριστάω, S. Emp. oft.
Greek (Liddell-Scott)
παριστάνω: μεταγεν. τύπος τοῦ παρίστημι, Πολύβ. 3. 96, 3., 113, 8, κτλ.· ὡσαύτως παριστάω, Σέξτ. Ἐμπ. π. ΙΙ. 2. 42, 108, κτλ.