ἔκστασις

From LSJ
Revision as of 09:28, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_8)

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκστᾰσις Medium diacritics: ἔκστασις Low diacritics: έκστασις Capitals: ΕΚΣΤΑΣΙΣ
Transliteration A: ékstasis Transliteration B: ekstasis Transliteration C: ekstasis Beta Code: e)/kstasis

English (LSJ)

εως, ἡ, (ἐξίστημι)

   A displacement, ἄρθρων Hp.Art.56 ; πᾶσα κίνησις ἔ. ἐστι τοῦ κινουμένου Arist.de An.406b13 : hence, change, εἰς ἀντικείμενα Id.GA768a27 ; αἱ κακίαι ἐ. Id.Ph.247a3 ; ἔ. ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν Id.Cael.286a19 ; ἔ. τῆς φύσεως degeneracy, Thphr.CP3.1.6 ; opp. στάσις, Plot.6.3.2 ; movement outwards, ἔ. ἀπὸ τοῦ παράγοντος Dam.Pr.97 bis ; ἔ. εἰς τὸ ἔξω ib.401 ; [σῶμα] ἐν ἐκστάσει λαβὸν τὴν ὑπόστασιν Porph.Sent.36 ; differentiation, ἔ. καὶ πιῆθος Plot.6.7.17 ; αἱ εἰς πλῆθος ἐ. Procl.in Ti.2.203 D.    II standing aside, Arist.Rh.1361a37 (pl.).    b = Lat. cessio bonorum, CPR20ii9 (iii A.D.) ; ἔ. χρημάτων Porph.Abst.1.53 ; a tax on cessions, BGU914.6 (ii A.D.), PLond.2.305.2 (PTeb.ii p.184).    2 distraction of mind, from terror, astonishment, anger, etc., Hp.Aph.7.5, Prorrh.2.9 ; ἔ. σιγῶσα Id.Coac.65 ; ἔ. μανική Arist.Cat.10a1 ; ἔ. τῶν λογισμῶν Plu.Sol.8 ; νοῦ Plot.5.3.7 ; τὰ μηδὲ προσδοκώμεν' ἔκστασιν φέρει Men.149, cf. Epit.472, Epicur.Fr.113 ; εἰς ἔ. ἄγειν Longin.1.4.    3 entrancement, astonishment, Ev.Luc.5.26, Ev.Marc.5.42.    4 trance, Act.Ap.10.10, 22.17 ; ecstasy, Plot.6.9.11 ; ἔ. καὶ μανία Herm. in Phdr.p.103A.    b drunken excitement, Corn.ND30.

German (Pape)

[Seite 779] ἡ, Entfernung von der Stelle, Verrückung, εἰς τἀντικείμενα Arist. gen. anim. 4, 3; καὶ προσκύνησις, als eine barbarische Ehrenbezeugung, das Entfernen, Vermeiden des Anblicks, rhet. 1, 5. – Geistesverrückung, Wahnsinn, Hippocr.; λογισμῶν Plut. Sol. 8; πάντα τὰ μηδὲ προσδοκώμεν' ἔκστ. φέρει Men. Stob. fl. 104, 7. Auch = Verzückung, Begeisterung, Staunen, N. T.; tiefe Ohnmacht, Alex. Aphrod. – Uebh. Veränderung, bes. Verschlechterung, Ausartung, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκστᾰσις: -εως, ἡ, (ἐξίστημι) ἐκτοπισμός, μετατόπισις ἐκ τῆς οἰκείας θέσεως, ἀπομάκρυνσις, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 3, 13· αἱ δὲ ἐκστάσεις εἰσὶν (ἐνν. αἱ κακίαι) ὁ αὐτ. Φυσ. 7. 3, 6. ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.) τὸ ἵστασθαι κατὰ μέρος, «παραμέρισμα», ὁ αὐτ. Ρητ. 1. 5, 9· ἐκστ. τῆς φύσεως, ἔκπτωσις, κατάπτωσις. Θεοφρ. π. τὰ Φυτ. Ἱστ. 3. 1, 6. 2) σύγχυσις νοῦ, παραφροσύνη, κυρίως ἐκ φόβου ἢ καταπλήξεως, Ἱππ. Ἀφ. 1258, πρβλ. 93Β, κτλ. ἔκστ. σιγῶσα αὐτόθι 126G, 195D· ἔκστ. μανικὴ Ἀριστ. Κατηγ. 8, 17· ἐκστ. τῶν λογισμῶν Πλουτ. Σόλων 8· τὰ μηδὲ προσδοκώμεν’ ἔκστασιν φέρει Μένανδ. ἐν «Ἐγχειριδίῳ» 1. 3) θάμβος, ἔκπληξις, ἔκστασις ἔλαβεν ἅπαντας Εὐαγγ. κ. Λουκ. ε΄, 26· ἐξέστησαν ἐκστάσει μεγάλῃ Μαρκ. ε΄, 42, Λογγῖν. 1. 4. 4) τὸ ἐξίστασθαι καὶ ὁρᾶν ἢ ἀκούειν θεῖα καὶ ὑπεράνθρωπα πράγματα, ἐπέπεσεν ἐπ᾿ αὐτὸν ἔκστασις Πράξ. Ι΄, 10· εἶδεν ἐν ἐκστάσει ὅραμα αὐτόθι ια΄, 5· γενέσθαι ἐν ἐκστάσει κβ΄, 17, πρβλ. Ἐπιστ. π. Κορινθ. Β. ιβ΄, 3 κἑξ.