ἐκτοπισμός
ἔστι γὰρ τὸ ἔλαττον κακὸν μᾶλλον αἱρετὸν τοῦ μείζονος → the lesser of two evils is more desirable than the greater
English (LSJ)
ὁ,
A migration, τοὺς ἐ. ποιεῖσθαι Arist.HA599a4.
II being away, distance, Str.4.5.5, prob. in Cic.Att.12.12.1.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 migración de los peces, Arist.HA 599a4
•desplazamiento, expedición lejana ἐκτοπισμοὶ στρατοπέδων Scymn.26, ὁ ἐ. τῆς Ἀλεξάνδρου στρατιᾶς εἰς Βάκτρα Str.15.3.7, cf. 1.3.21.
2 lejanía, situación lejana o apartada περὶ ... τῆς Θούλης ... ἀσαφὴς ἡ ἱστορία διὰ τὸν ἐκτοπισμόν Str.4.5.5, cf. 3.3.8, D.S.3.47.
German (Pape)
[Seite 782] ὁ, das Entfernen aus einem Orte, ἐκτοπισμοὺς ποιεῖσθαι, wegziehen, Arist. H. A. 9, 13. – Die Alexandrinischen Homeriker gebrauchten das Wort insbesondere von der Irrfahrt des Odysseus in dem Sinne wie das Verbum ἐκτοπίζω, welches m. s.
Russian (Dvoretsky)
ἐκτοπισμός: ὁ уход, переселение, (о животных) миграция (τῶν ζῴων Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτοπισμός: ὁ, ἀποδημία εἰς ἄλλον τόπον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8.13, 14. ΙΙ. ἀπόστασις, ἀπομάκρυνσις, Στράβων 201.
Greek Monolingual
ο (AM ἐκτοπισμός)
νεοελλ.
1. η απομάκρυνση από τον τόπο κατοικίας του ενός προσώπου που θεωρείται επικίνδυνο για τη δημόσια ασφάλεια
2. ιατρ. η μετατόπιση ενός οργάνου του σώματος, η παρά φύσιν θέση του
αρχ.
1. μετανάστευση
2. απομακρυσμένη θέση ενός τόπου.