τοπογραφία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ,
A description of a country, topography, Id.8.1.3 (pl.); τῶν ἠπείρων ib.1, cf. Ptol.Geog. 1.1.5. 2 Astrol., description of a 'region', Petos. ap. Vett.Val. 125.22.
German (Pape)
[Seite 1129] ἡ, Beschreibung eines Ortes, einer Gegend, Strab.
Greek (Liddell-Scott)
τοπογρᾰφία: ἡ, καθορισμὸς καὶ περιγραφὴ τόπου τινὸς ἢ χώρας, Πρόκλ. ἐν Φωτίου Βιβλιοθ. σ. 318, 35, κλπ.