ὀξύπεινος
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
English (LSJ)
ον,
A ravenously hungry, ravenous, greedy, of the eagle, Arist.HA619b29 ; of persons, Antiph.276, Eub.10.4 : metaph., πρὸς τοὺς λόγους ὀ. Plu.2.512f, cf. Cic.Att.2.12.2 :—later ὀξῠ-πείνης, ου, ὁ, of one who eats between meals, Anon.in EN182.9 ; τένθης λέγεται ὁ ὀ. καὶ προτένθης Procl.ad Hes.Op.522.
German (Pape)
[Seite 353] heißhungerig, gefräßig; Demonic. com. bei Ath. IX, 410 d u. a. Comic. bei Ath. II, 47 b; Arist. H. A. 9, 34; πρὸς τοὺς λόγους, Plut. de garrul. 20.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξύπεινος: -ον, ὁ σφόδρα πεινῶν, πειναλέος, ἀδηφάγος, λαίμαργος, ἐπὶ τοῦ ἀετοῦ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 34, 3· ἐπὶ προσώπων, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 20, Εὔβουλ. ἐν «Ἀντιόπῃ» 2· ― μεταφορ., πρὸς τοὺς λόγους ὀξ. Πλούτ. 2. 512F, πρβλ. Κικ. πρ. Ἀττ. 2. 12, 2· ― μεταγεν., ὀξυπείνης, ου, ὁ, Φιλῆς π. Ζῴων 3. 8, Πρόκλ., κλ.