εἴσκλησις
From LSJ
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
English (LSJ)
εως, ἡ,
A summons, Cat. Cod. Astr.2.195.
Greek (Liddell-Scott)
εἴσκλησις: -εως, ἡ, πρόσκλησις ἐντός, Ἀνδρέας Χαρτοφύλαξ ἐν Hardt, Catal. Codd. grr. Monacens, τ. 5, σ. 306.