διακροτέω

From LSJ
Revision as of 09:31, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_23)

μαλθακωτέρα πέπονος σικύου → softer than a ripe melon

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακροτέω Medium diacritics: διακροτέω Low diacritics: διακροτέω Capitals: ΔΙΑΚΡΟΤΕΩ
Transliteration A: diakrotéō Transliteration B: diakroteō Transliteration C: diakroteo Beta Code: diakrote/w

English (LSJ)

   A pierce through, sens. obsc., E.Cyc.180.    II resolve into components, as words into their elements, opp. συγκροτέω, Pl. Cra.421c.    III knock off, κρίκους Plu.2.304b.

German (Pape)

[Seite 584] 1) durchschlagen, durchbrechen; τοὺς πεδῶν κρίκους Plut. qu. gr. 57; – im obscönen Sinne, = διασποδέω, τὴν νεᾶνιν Eur. Cycl. 180. – 2) zerlegen, in seine ursprünglichen Bestandtheile, Plat. Crat. 421 c, Ggstz συγκροτέω.

Greek (Liddell-Scott)

διακροτέω: κροτῶ διὰ μέσου, διαρρηγνύω, μετὰ σημασίας αἰσχρᾶς, πρβλ. διασποδῶ, Λατ. pertundere, Εὐρ. Κύκλ. 180. ΙΙ. διαλύω εἰς τὰ συνθετικὰ μέρη, οἷον λέξεις εἰς τὰ στοιχεῖα αὐτῶν, ἀντίθ. συγκροτέω, Πλάτ. Κρατ. 421C. ΙΙΙ. διασπῶ, διαρρηγνύω τὰ δεσμά, Πλούτ. 2. 304Β.