ἀνταιδέομαι
From LSJ
English (LSJ)
Med.,
A respect in return, αἰδουμένας ἀ. X.Cyr.8.1.28.
German (Pape)
[Seite 243] (s. αἰδέομαι), dagegen achten, Achtung mit Achtung vergelten, Xen. Cyr. 8, 1, 28; Plut. Ant. 40.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνταιδέομαι: μέσ., αἰδοῦμαι καὶ αὐτός, ἀποδίδω σεβασμὸν ἀντὶ σεβασμοῦ, γυναῖκας αἰδουμένας ἀνταιδεῖσθαι ἐθέλουσι Ξεν, Κύρ. 8. 1, 28.