κακκάβη
Ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → Silere quam clamare peregrinum decet → für Fremde ist zu schweigen besser als zu schrein
English (LSJ)
[ᾰ] (A), ἡ,
A three-legged pot (= Χύτρα, Ath.4.169c), Ar.Fr. 215, Antiph.217.3, Dorioap.Ath.8.338a: κάκκᾰβος, ὁ, Nicoch.14, Antiph.182.4, 249: κάκαβος, ἡ, Alex.Trall.3.7: κακάβη, ἡ, Gal.14.309.
κακκάβη [ᾰ] (B),
A partridge, so called from its cry, Ath.9.390a.
German (Pape)
[Seite 1298] ἡ, 1) das Rebhuhn, πέρδιξ, nach seiner Stimme genannt, Ath. IX, 389 f, Hesych. – 2) ein dreibeiniger Tiegel, cacabus, Ar. bei Ath. IV, 169 c, vgl. VIII, 338 a.
Greek (Liddell-Scott)
κακκάβη: (Α), ἡ, = χύτρα, «τὴν χύτραν δ’ Ἀριστοφάνης... κακκάβην εἴρηκεν οὕτως: τὴν κακκάβην γὰρ κᾶε τοῦ διδασκάλου Ἀθήν. 169C (Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 26), Ἀντιφάνης ἐν «Φιλοθηβαίῳ» 1. 3, Δωρίων παρ’ Ἀθην. 338Α· ― ὡσαύτως κάκκᾰβος, ὁ, Νικοχ. ἐν «Λημνίαις» 4, Ἀντιφάν. ἐν «Παρασίτῳ» 1. 3, (ἔνθα ἴδε Meineke), ὁ αὐτ. ἐν Ἀδήλ 32· ― ὡσαύτως κάκκαβος, ἡ, Ἀλέξ. Τραλλ. 3. σ. 202· ἴδε Φρύν. σ. 427, Μοῖριν σ. 206, Ἡσύχ., Φώτ. καὶ Ζωναρ. σ. 1154. Φέρεται δὲ κάκκαβος, κακάβη, δι’ ἑνὸς κ, παρὰ Γαλην. 13. σ. 949D, 9947.